- ευείκαστος
- εὐείκαστος, -ον (Α)1. αυτός τον οποίον εύκολα εικάζει κάποιος2. ικανός να εικάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικαστός (< εικάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐείκαστος — easy to conjecture masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεικάστους — εὐείκαστος easy to conjecture masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)